- αλκοόλη
- η Χημ.1. ονομασία οξυγονωμένων οργανικών ενώσεων γενικού τύπου ROH, όπου R είναι υδρογονανθρακική άλυσος ή δακτύλιος2. κοινή ονομασία τής αιθυλικής αλκοόλης ή αιθανόλης ή οινοπνεύματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ισοβουτυλική αλκοόλη — Πρωτοταγής, μονοσθενής αλκοόλη του τύπου (CΗ3)2CΗCΗ2ΟΗ. Λαμβάνεται κυρίως ως παραπροϊόν της σύνθεσης της μεθυλικής αλκοόλης από μονοξείδιο του άνθρακα και υδρογόνο, καθώς επίσης και από τα ζυμέλαια. Έχει σημείο βρασμού 107°C, είναι μέτρια διαλυτή … Dictionary of Greek
αιθυλική αλκοόλη — Η αλκοόλη που αντιστοιχεί στο αιθάνιο. Πρόκειται για το υγρό το γνωστό ως οινόπνευμα. Λέγεται και αιθανόλη. Έχει τύπο CΗ3CH2OH (βλ. λ. αλκοόλες, βουταδιένιο, εστέρες, ζύμωση, θερμόμετρο, πετρέλαιο, νάτριο). * * * ή αιθανόλη, η Χημ. το οινόπνευμα … Dictionary of Greek
αμυλική αλκοόλη — Γενική ονομασία των κορεσμένων, μονοσθενών αλκοολών του τύπου C5H11OH. Είναι σώματα υγρά, αδιάλυτα στο νερό, διαλυτά στον αιθέρα, με χαρακτηριστική ευχάριστη οσμή και υψηλό σημείο βρασμού. Οξειδώνονται και σχηματίζουν αλδεΰδες (και οξέα) ή… … Dictionary of Greek
μεθυλική αλκοόλη — Οργανική ένωση που ανήκει στις πρωτοταγείς αλκοόλες, με χημικό τύπο CH3OH. Είναι γνωστή και ως μεθανόλη. Πρόκειται για άχρωμο πτητικό υγρό με χαρακτηριστική οσμή και εξαιρετικά εύφλεκτο. Η μ.α. είναι εξαιρετικά τοξική κατά την εισπνοή, την… … Dictionary of Greek
ενόλη — Αλκοόλη που περιέχει το υδροξύλιο σε ακόρεστο άτομο άνθρακα. Η ε. προέρχεται από μια ενδομοριακή αναδιάταξη, που χαρακτηρίζει μερικές αλδεΰδες, κετόνες και οργανικά οξέα, κατά την οποία ένα άτομο υδρογόνου μετακινείται από το πλησιέστερο άτομο… … Dictionary of Greek
απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
εστέρες — Χημικές ενώσεις που μπορούν σχηματικά να θεωρηθούν ότι παράγονται από ένα οργανικό ή ανόργανο οξύ, με αντικατάσταση ενός υδρογόνου μιας υδροξυλικής ομάδας με τη ρίζα μιας αλκοόλης. Οι ε. των ανόργανων οξέων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση το οξύ … Dictionary of Greek
ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
καπρυλικό οξύ — Κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, του τύπου CH3(CH2)6COOH, το οποίο έχει αντιμυκητιακές ιδιότητες. Είναι σε συνηθισμένη θερμοκρασία άχρωμο, ελαιώδες υγρό, με δυσάρεστη οσμή, έχει σημείο βρασμού 237°C, σημείο τήξης 16,5°C και είναι πολύ δυσδιάλυτο στο… … Dictionary of Greek